λαέ — λᾱέ , λαός men masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λᾶε — λᾶας stone masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάε — λάω 1 pres imperat act 2nd sg (epic) λάω 2 seize pres imperat act 2nd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek
λάω — (I) λάω (Α) 1. (λ. αμφβλ. ερμ.) βλέπω ή, κατ άλλους, αρπάζω, συλλαμβάνω, ή, κατ άλλους, τρώγω με απόλαυση (α. «κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν, ἀσπαίροντα λάων» ο σκύλος κρατούσε το μικρό πολύχρωμο ελάφι: i. βλέποντάς το να σπαράζει ii. αρπάζοντάς το… … Dictionary of Greek
Athens Polytechnic uprising — The Athens Polytechnic uprising in 1973 was a massive demonstration of popular rejection of the Greek military junta of 1967 1974. The uprising began on November 14, 1973, escalated to an open anti junta revolt and ended in bloodshed in the early … Wikipedia
ερείδω — (Α ἐρείδω) στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζω νεοελλ. 1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη 2. ναυτ. φρ. έρειδε παράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες τής πολεμικής λέμβου 3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαι στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη… … Dictionary of Greek
ευκολοπίστευτος — η, ο αυτός που τόν πιστεύει κανείς εύκολα, ο εύπιστος, ο ευκολόπιστος («δυστυχισμένε μου λαέ... πάντοτ ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε», Σολωμ.) … Dictionary of Greek
Μάρσαλ, Νησιά — Νησιωτικό κράτος του Ειρηνικού ωκεανού, στο ευρύτερο νησιωτικό σύμπλεγμα της Μικρονησίας, στην Ωκεανία.Tα νησιά ανακαλύφθηκαν από τον Iσπανό Nτιέγκο δε Σααβέδρα, τον 16ο αι., ο οποίος τους έδωσε την ονομασία Λος Πιντάδος, από τη συνήθεια που… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek